- Πολύλαος
- Πολύλαοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύλαος — ον, Α αυτός που έχει πολύ λαό, πολυάνθρωπος, πολυπληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λαός] … Dictionary of Greek
Πολυλάῳ — Πολύλαος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Polylavs — POLYLAVS, i, Gr. Πολύλαος, ου, (⇒ Tab. XVII.) einer von des Herkules Söhnen, welche er mit des Thespius Töchtern zeugete. Apollod. l. II. c. 7. §. ult. Sieh Thespiades … Gründliches mythologisches Lexikon
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek